ἡδύγλωσσος — sweet tongued masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδύγλωσσον — ἡδύγλωσσος sweet tongued masc/fem acc sg ἡδύγλωσσος sweet tongued neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο … Dictionary of Greek
αδυ- — πρώτο συνθετικό πολλών συνθέτων λ. τής αρχ. δωρικής διαλέκτου, όπως, λ.χ. ἁδυβόας, ἁδύγλωσσος, ἁδυεπής, ἁδυλόγος, ἁδυμελής, ἁδύπνοος, ἁδύπολις, με θέμα ἁδυ από το δωρ. ἁδύς (γλυκός) αντί τού ιων. ἡδύς (πρβλ. αντίστοιχα ιων. αττ. ἡδυβόης,… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
ηδυγλωσσία — η (Α ἡδυγλωσσία) [ηδύγλωσσος] γλυκύτητα γλώσσας, ομιλίας, ευπροσηγορία … Dictionary of Greek
ἁδύγλωσσος — ἁ̱δύγλωσσος , ἡδύγλωσσος sweet tongued masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)